26/9/2024

Εγγραφή παιδιού που γεννήθηκε από παρένθετη μητέρα

Στην κυπριακή έννομη τάξη από το 2015 ψηφίστηκε και εφαρμόζεται ο Νόμος περί της Εφαρμογής της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (N. 69(I)/2015) (στο εξής ο «Νόμος»). Σκοπός του νόμου είναι να εφαρμοστούν μέθοδοι για την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, όπως μεταξύ άλλων, το δικαίωμα απόκτησης τέκνου μέσω της διαδικασίας παρένθετης μητρότητας, σε ζευγάρια τα οποία δεν μπορούν να αποκτήσουν παιδί με φυσικό τρόπο ή και σε μονήρεις γυναίκες. 

Ένα κύριο ερώτημα το οποίο δεν ξεκαθαρίζεται στην εν λόγω νομοθεσία, αποτελεί η ληξιαρχική εγγραφή του παιδιού που γεννιέται με τη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας. Δηλαδή, κατά πόσο το παιδί θα εγγραφεί επ’ ονόματι του ζεύγους ή της μονήρης γυναίκας που έλαβαν την άδεια για απόκτηση παιδιού μέσω παρένθετης μητέρας ή στην παρένθετη μητέρα που γέννησε ουσιαστικά το παιδί.

Για να απαντήσουμε το εν λόγω θέμα, πρέπει να κατανοήσουμε τι είναι η παρένθετη μητρότητα. Ο όρος «παρένθετη μητρότητα» σημαίνει την περίπτωση κατά την οποία μία γυναίκα κυοφορεί και γεννά (φέρουσα ή κυοφόρος), ύστερα από εξωσωματική γονιμοποίηση και μεταφορά εμβρύων, με χρήση γενετικού υλικού ξένου προς την ίδια, για λογαριασμό ενός ζευγαριού ή μονήρους γυναίκας, που επιθυμεί να αποκτήσει παιδί αλλά αδυνατεί για ιατρικούς λόγους. 

Στο άρθρο 22 του Νόμου ορίζεται η διαδικασία η οποία μπορεί κάποια γυναίκα να γίνει «παρένθετη μητέρα». Ουσιαστικά, προνοείται ότι η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας εμβρύων ξένων προς την ίδια και η κυοφορία από αυτήν επιτρέπεται με διάταγμα δικαστηρίου που εκδίδεται πριν από την τοποθέτηση των εμβρύων στη μήτρα της παρένθετης μητέρας και εφόσον προηγηθεί η εξασφάλιση σχετικής έγκρισης του Συμβουλίου Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (στο εξής: «Συμβούλιο») καθώς και η σύναψη γραπτής και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνίας μεταξύ του ζευγαριού ή της μονήρους γυναίκας που επιδιώκει να αποκτήσει τέκνο και της γυναίκας που θα το κυοφορήσει, καθώς και του συζύγου της, στην περίπτωση που αυτή είναι έγγαμη.

Σύμφωνα με το Νόμο, η εν λόγω συμφωνία, μεταξύ του ζευγαριού ή της μονήρους γυναίκας με την παρένθετη μητέρα ή/και και το σύζυγο αυτής, πρέπει να προνοεί κατ’ ελάχιστον ότι:

(α) Η παρένθετη μητέρα δεν θα είναι ο γονέας του παιδιού·

(β) η παρένθετη μητέρα, με τη γέννηση του παιδιού, θα το παραδώσει αμέσως στο ζευγάρι με το οποίο σύναψε τη συμφωνία ή στη μονήρη γυναίκα με την οποία συνήψε τη συμφωνία·

(γ) το ζευγάρι που υπέγραψε τη συμφωνία είναι οι γονείς του παιδιού και σε περίπτωση κατά την οποία τη συμφωνία υπέγραψε η μονήρης γυναίκα, είναι η γονέας του παιδιού, από τον χρόνο της δημιουργίας του και της εμφύτευσής του στη μήτρα·

Περαιτέρω, στο Νόμο ορίζεται ότι τηρουμένου του δικαιώματος για προσβολή της μητρότητας, η παρένθετη μητέρα δεν είναι γονέας του παιδιού και το ζευγάρι ή η μονήρης γυναίκα που επιδιώκει την απόκτηση τέκνου μέσω παρένθετης μητρότητας είναι οι γονείς του τέκνου που θα γεννηθεί και ως τέτοιοι έχουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που η ιδιότητα αυτή συνεπάγεται.

Καταληκτικά, σημειώνουμε ότι αν τηρήθηκαν όλες οι διαδικασίες που προνοεί ο Νόμος από το ζεύγος ή τη μονήρη γυναίκα, ήτοι εξασφάλιση γραπτής έγκρισης από το Συμβούλιο και έκδοση Διατάγματος από το Δικαστήριο για παρένθετη μητρότητα τότε η παρένθετη μητέρα δεν θα είναι ο γονέας του παιδιού.  Γονείς του παιδιού θα είναι το ζευγάρι ή μονήρης γυναίκα, από τον χρόνο της δημιουργίας του και της εμφύτευσης του στη μήτρα της παρένθετης μητέρας και ως γονείς του παιδιού έχουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που η ιδιότητα αυτή συνεπάγεται. Ενόψει τούτου καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι με την γέννηση του παιδιού, αυτό πρέπει να εγγραφεί στο ληξιαρχικό βιβλίο γεννήσεων απευθείας στο όνομα τους ως τέκνο τους.